- διάμεσος
- Αυτός που βρίσκεται στη μέση, ανάμεσα σε δύο άλλους· αυτός που μεσολαβεί για μία υπόθεση.
(Ανατ.) Ο αναφερόμενος ή εντοπισμένος μεταξύ μερών του σώματος ή στον χώρο μεταξύ ιστών.
(Μαθημ.) Όρος που σημαίνει το ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει μία κορυφή τριγώνου με το μέσο της απέναντι πλευράς. Οι τρεις δ. ενός τριγώνου περνούν από το ίδιο σημείο και διαιρούν η μία την άλλη σε λόγο 2 : 1 (αν μετρήσουμε από μία κορυφή προς την απέναντι πλευρά). To κοινό σημείο των δ. αποτελεί το κέντρο βάρους σε ένα τρίγωνο, φτιαγμένο από υλικό με ομοιόμορφη πυκνότητα, όπως επίσης και το κέντρο βάρους ενός συστήματος που αποτελείται από τρεις ίσες μάζες, τοποθετημένες στις κορυφές του τριγώνου. Στις μετρικές σχέσεις ενός τριγώνου ισχύουν τα εξής θεωρήματα των δ.: α) Το άθροισμα των τετραγώνων δύο πλευρών του τριγώνου ισούται με το άθροισμα του διπλάσιου τετραγώνου της δ. που αντιστοιχεί στην τρίτη πλευρά και του διπλάσιου τετραγώνου του μισού της τρίτης αυτής πλευράς· β) η διαφορά δύο πλευρών του τριγώνου ισούται με το διπλάσιο ορθογωνίου που έχει βάση την τρίτη πλευρά και ύψος την προβολή σε αυτήν της αντίστοιχης δ.
* * *-η, -ο (AM διάμεσος, -ον) [μέσος]μσν.- νεοελλ.αυτός που βρίσκεται στο μέσον ή μεταξύ (τοπικά και χρονικά) άλλωννεοελλ.1. αυτός που μεσιτεύει, που μεσολαβεί σε μια υπόθεση2. το θηλ. ως ουσ. η διάμεσος*η διάμεσος τριγώνου, η ευθεία που ενώνει την κορυφή τριγώνου με το μέσον τής απέναντι πλευράς4. (για τόπο και χρόνο) το ουδ. ως ουσ. α) το διάμεσοντο κενό διάστημα μεταξύ δύο μερών ή γεγονότωνβ) το νεύρο μεταξύ τού προσώπου και τού ακουστικού νεύρουγ) μουσ. το ιντερμέτζο, μουσικό κομμάτι που παρεμβάλλεται σε ευρύτερη μουσική σύνθεσηδ) το μέντιουμ με τηλεπαθητικές ικανότητεςαρχ.(το αρσ. στον πληθ.) οι διάμεσοιη μεσαία τάξη.
Dictionary of Greek. 2013.